αἱμοφύρτων

αἱμοφύρτων
αἱμόφυρτος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιμόπτυση — Η αποβολή από το στόμα αίματος που προέρχεται από το βρογχικό δένδρο και τους πνεύμονες. Παρότι συχνά αποτελεί εκδήλωση φυματικής πνευμονικής βλάβης, μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε ορισμένες καρδιοπάθειες, σε βρογχεκτασίες, σε πνευμονικό έμφραγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”